αναποζημίωτος

αναποζημίωτος
η , ο [ος , ον ]
1) неврзмещённый, некомпенсированный; 2) невозместимый, не подлежащий, не поддающийся возмещению

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναποζημίωτος" в других словарях:

  • αναποζημίωτος — η, ο αυτός που δεν αποζημιώθηκε ή δεν μπορεί να αποζημιωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποζημιώ. Η λ. μαρτυρείται στον δημοσιογράφο και ιστορικό Ιωάν. Φιλήμονα (1798 1874)] …   Dictionary of Greek

  • αναποζημίωτος — η, ο αυτός που δεν πήρε αποζημίωση για κάποια ζημία που του έγινε: Είμαστε ακόμη αναποζημίωτοι για τα χωράφια μας που πήρε ο δρόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»